- ταὐτοῦ
- ταὐτόςidenticalmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυτοῦ — ταυτόομαι pres imperat mp 2nd sg ταυτόομαι imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ταυτόω pres imperat mp 2nd sg ταυτόω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. — ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. См. Из одного дерева икона и лопата … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
из одного дерева икона и лопата — (иноск.) из каждого предмета можно сделать и хорошее и дурное Ср. άφ ένός ξύλου καί σταύρός καί πτύον. Имп. Василий II о неравенстве братьев. Ср. έκ ταύτού ξύλου καί σταύρός καί πτύον. Planud. 38. Ср. έκ παντός ξύλου κλώος γένοιτ άν καί θεός. Из… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Из одного дерева икона и лопата — Изъ одного дерева икона и лопата (иноск.) изъ каждаго предмета можно сдѣлать и хорошее и дурное. Ср. ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. Имп. Василій II о неравенствѣ братьевъ. Ср. ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. Planud. 38. Ср. ἐκ παντὸς … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Timeo (diálogo) — Para otros usos de este término, véase Timeo (desambiguación). Platón y Aristóteles en La escuela de Atenas, pintura de Rafael. Platón está sosteniendo el Timeo. Aristóteles sostiene una copia de su Ética a Nicómaco. El Timeo es un diálog … Wikipedia Español
επιφημίζω — ἐπιφημίζω (AM) μσν. επευφημώ, ζητωκραυγάζω 2. διαδίδω φήμες 3. ανακηρύσσω με βοή αρχ. 1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῡ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω… … Dictionary of Greek
μέθεξη — η (Α μέθεξις, εως) 1. μετοχή, συμμετοχή, (επι)κοινωνία με κάτι («διὰ τὴν μέθεξιν ταὐτοῡ πρὸς ἑαυτὴν οὕτω λέγομεν», Πλάτ.) 2. (φιλοσ.) (κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη) η (επι)κοινωνία, η συμμετοχή τών αισθητών πραγμάτων στις ιδέες, τών… … Dictionary of Greek
ξαργιτού — και αξαργιτού (ιδιωμ. τ.) επίρρ. σκόπιμα, επίτηδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξάργου, κατά τη φρ. ἐπί ταυτοῦ] … Dictionary of Greek
πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο … Dictionary of Greek